- φθειροποιός
- φθειροποιόςproducing licemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθειροποιός — όν, Α 1. αυτός που παράγει ψείρες («ἔριον φθειροποιόν», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει μικρούς εδώδιμους σπόρους («πίτυς φθειροποιός.», Θεόφρ.) 3. καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + ποιός*] … Dictionary of Greek
φθειροποιόν — φθειροποιός producing lice masc/fem acc sg φθειροποιός producing lice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροποιοῦ — φθειροποιός producing lice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek